- είρωνας
- ο και είρων, ο, η (AM εἴρων)αυτός που προσποιείται ότι πιστεύει κάτι με απώτερο σκοπό να τό ανασκευάσει, κοροϊδεύει με λεπτότητανεοελλ.αυτός που μιλά ή γράφει με περιπαιχτική διάθεση, κοροϊδεύει τα ελαττώματα ή τις αδυναμίες τών άλλωναρχ.1. αυτός που υποκρίνεται άγνοια, εκφράζεται διαφορετικά απ' ό,τι σκέπτεται2. αυτός που παρουσιάζει μειωμένες τις δυνατότητές του με σκοπό να ελέγξει.[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολογίας. Εάν ληφθεί ως αρχική η σημασία «αυτός που εξετάζει, ρωτάει, διερωτάται», τότε ο αττ. τ. είρων μπορεί να συνδεθεί με το ιων. είρομαι, που όμως εμφανίζει μορφολογική διαφοροποίηση από τους αντίστοιχους αττικούς τύπους. Η άποψη ότι συνδέεται ετυμολογικά με το είρω (2) δεν είναι ισχυρήπροσκρούει αφ' ενός στη σημασιολογική σύνδεση τών λέξεων και αφ' ετέρου στη σπανιότητα τού ενεστωτικού τ. είρω. Οπωσδήποτε, ο τ. είρων μπορεί να θεωρηθεί ουσιαστικοποιημένο ρηματικό παράγωγο με επίθημα -ων / -ωνος, το οποίο συνάπτεται σε λέξεις που δηλώνουν παρωνύμια (πρβλ. κύφων, στράβων). Η λ. είρων με τη σημασία «αυτός που προσποιείται ότι ξέρει ή μπορεί να κάνει λιγότερα απ' όσα τού επιτρέπουν οι δυνατότητές του, αυτός που προσποιείται τον κουτό» κατέληξε να σημαίνει «αυτόν που σκώπτει, που περιπαίζει με λεπτότητα, διακριτικά τις αδυναμίες τού συνομιλητή του». Τέλος, με αντίθετη σημασία προς το είρων, χρησιμοποιήθηκαν τα αληθευτικός, «αυτός που δεν κρύβει την αλήθεια» και αλαζών, «αυτός που υπερτιμά τις δυνατότητές του»].
Dictionary of Greek. 2013.